Ήταν κατοχή του 1941.
Εγώ ο Ηρακλής Κυριακίδης ήμουν τότε 5 χρονών.
Στο κέντρο το σημερινό στο Ωραιόκαστρο διασταύρωση Κομνηνών/Λ. Δημοκρατίας γωνία ήταν το πατρικό μου σπίτι. Δίπλα ακριβώς έμενε ο ξάδελφος μου Στέλιος Κυριακίδης.
Πίσω από την αγορά επί των οδών σήμερα Ρ. Φεραίου είχαμε τους αχυρώνες και ένα υπόγειο καταφύγιο το οποίο κατασκεύασαν οι δικοί μου τότε για να μας προφυλάξουν από βομβαρδισμούς.
Το σπίτι μας το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. και εμάς μας στείλανε να μείνουμε στο σπίτι του Στάθη του Κελεσίδη.
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από το σπίτι μας, και ξεκινήσαμε να πάνε, κάποιοι γνήσιοι Ωραιοκαστρίτες μπήκαν πρώτοι στο σπίτι να προλάβουν να πάρουν ότι οι Γερμανοί αφήσαν.
Δεν βρήκαν τίποτα, το μόνο που βρήκαν ήταν ένα στρώμα τύπου σημερινό σλιπ-μπανκ με δέρμα. Πήγαν να το πάρουν, και ο Νικόλας ο πατέρας μου προσπάθησε να τους εμποδίσει.
Αφήστε τα που θα κοιμηθούν τα παιδιά μου. Κάποιος από αυτούς, γιγαντώσωμος και πολύ νταής Ωραιοκαστρίτης και αυτός σήκωσε χέρι και τον κτύπησε.
Ο Νικόλας είχε χαρτί μόλις βγήκε από το Σανατόριο, είχε νοσηλευτεί. Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη του και τους το έδειξε. Ντάπηκαν κατέβασαν το κεφάλι και έφυγαν κατακόκκινοι.
Το σπίτι μας το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. και εμάς μας στείλανε να μείνουμε στο σπίτι του Στάθη του Κελεσίδη.
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από το σπίτι μας, και ξεκινήσαμε να πάνε, κάποιοι γνήσιοι Ωραιοκαστρίτες μπήκαν πρώτοι στο σπίτι να προλάβουν να πάρουν ότι οι Γερμανοί αφήσαν.
Δεν βρήκαν τίποτα, το μόνο που βρήκαν ήταν ένα στρώμα τύπου σημερινό σλιπ-μπανκ με δέρμα. Πήγαν να το πάρουν, και ο Νικόλας ο πατέρας μου προσπάθησε να τους εμποδίσει.
Αφήστε τα που θα κοιμηθούν τα παιδιά μου. Κάποιος από αυτούς, γιγαντώσωμος και πολύ νταής Ωραιοκαστρίτης και αυτός σήκωσε χέρι και τον κτύπησε.
Ο Νικόλας είχε χαρτί μόλις βγήκε από το Σανατόριο, είχε νοσηλευτεί. Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη του και τους το έδειξε. Ντάπηκαν κατέβασαν το κεφάλι και έφυγαν κατακόκκινοι.
Στους αχυρώνες τότε πήγαν οι δικοί μας η μαμά του Στέλιου του Κυριακίδη την θεια Λήτη, και έκρυψαν μια ραπτομηχανή και ένα σαμοβάρ (ήταν ότι πιο πολύτιμο είχαν) για να μην το βρουν οι Γερμανοί.
Εγώ έτυχε να τους δω που τα κρύβανε.
Ήρθαν οι στρατιώτες να ψάξουν για ραδιόφωνα, έψαχναν έψαχναν και μας έπαιρναν ότι ήθελαν, κουβέρτες, φαγητό, έψαχναν τα έκανανα φύλο-φτερό τα σπίτια μας.
Έψαξαν και για ραδιόφωνο και δεν βρήκαν τίποτα μέσα στα σπίτια και έκαναν να φύγουν.
Εγώ από τη χαρά μου, τους παρακολουθούσα που πήγαιναν και τι έκαναν έτρεξα έξω και φώναξα….
«Θεία Κυριακή μη φοβάσαι στον αχερώνα κι τερούνε.
(στα ποντιακά)
Το άκουσαν οι Γερμανοί και έτρεξαν να ψάξουν τελικά
Γι αυτό λέει η παροιμία από μικρό και από τρελό μαθαίνεις τελικά την αλήθεια.
Γράφει η Σοφία Κυριακίδου
από αφήγηση Ηρακλή Κυριακίδη, Αρετή Κυριακίδου,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου