Των Βασιλικής Γιακουμίδου, Μαριλένας Παπαγεωργίου, Χριστίνας Σιδοπούλου
Καταπράσινα λιβάδια σπαρμένα με σιτάρι, η παλιά σιδηροδρομική γέφυρα χωρίς τρένα από καιρό, αμέτρητες κατακόκκινες παπαρούνες, ο Γαλλικός ποταμός κι η Πικρολίμνη. Αυτές τις εικόνες θα απολαύσουμε στη Νέα Φιλαδέλφεια...
Ο δρόμος του ροδιού…
Από το 169ο χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνη-Αφιόν Καραχισάρ στις ροδιές του Νάρες… Μετά από το χαμό και το ολοκαύτωμα της Σμύρνης, οι πρόσφυγες περιπλανώμενοι στην «ξένη» τους πατρίδα, έμελε να βρουν την Ιθάκη τους στα χώματα της Μακεδονίας. Οι παλιότεροι αφηγούνται: «φτάσαν τότε στου Τούρκου μπέη το τσιφλίκι. Στο χωριό Νάρες, που θα πει “ρόδι” στα τούρκικα ήρθαν οι γονιοί μας από τα Φιλαδέλφεια, να φτιάξουν τη ρημαγμένη τους ζωή». Μια ζωή δανεική, σε αντίσκηνα, χωρίς νερό, μια αγελάδα και ένα χωράφι όλο τους το βιός. Μέχρι το 1924, που δόθηκαν τα πρώτα σπίτια. Τότε ήρθαν κι οι Θρακιώτες από τη στεριά με τα κάρα, τα κοπάδια, τα καζάνια, τους αργαλειούς και έμαθαν στους Μικρασιάτες τα μυστικά της γης, αλλά και οι Σαρακατσάνοι με τα ζώα και τις δικές τους συνήθειες. Τα ρόδια στα χρόνια σπάσανε και γλύκαναν την τύχη. Η μνήμη για να κρατηθεί, «βάφτισε» τον τόπο της ροδιάς με τ’ όνομα της παλιάς πατρίδας: Νέα Φιλαδέλφεια.
Με αρώματα βαριά… σαν ιστορία…
Μαζί με τους ανθρώπους ταξίδεψαν κι οι γεύσεις· αυτές έτρεφαν τη ψυχή τους και μαλάκωναν τις καρδιές τους. Πάνω από πορσελάνινα πιατάκια με γλυκό του κουταλιού, τα γιορτινά του γάμου της κυρίας Βαρβάρας, μας φανερώθηκαν τα «τερτίπια» της μικρασιάτικης κουζίνας. Το «τας καπαμά», «σκεπαστή γαβάθα» με κρέας, μαυροπίπερο, δάφνη, κύμινο, που σιγοβράζει σ’ ένα ταψί γεμάτο νερό, σερβιρισμένο με πλιγούρι, «σουρά» στη γάστρα, λίγδες, καβουρμάδες και τσιγαρίθρες. Λογιών λογιών πίτες, καυκάσια μαντηλάκια, τα αποκριάτικα «κατμέρια», το μπελαλίδικο «μαντύ» και ο «σκεμπές» από τη Μικρασία. Με μαϊντανό, κρεμμύδια, αυγά και τυρί η πίτα «γκαρνί γιαρίκ» -«ανοιχτή κοιλία» στα ελληνικά- αλείφεται, ζεστή ακόμα, με βούτυρο. Απαραίτητο στο τραπέζι της Λαμπρής, το «Πασχαλιά πιλάφι με αρνί» ελευθερώνει μέσα απ’ τη γάστρα τις μυρωδιές του άνηθου, του δυόσμου και πλήθους άλλων μπαχαρικών. Λουκουμάδες και τηγανίτες τρυπητές, τα περίφημα «μικίκια» της Θράκης, χαλβάς «νεσεστέ» με κανέλα τα κεράσματα του χωριού.
Η ζωή τότε…
Νυχτέρια τα καλοκαίρια στις ανθισμένες αυλές με τους γηραιότερους και πιο μορφωμένους, να διαβάζουν παραμύθια και να διηγούνται ιστορίες από τα παλιά. «Ραδιόφωνο, τηλεόραση δεν είχαμε. Ένας γείτονάς μας, που ήξερε γράμματα, μας διάβαζε τον “Αλέξιο” και πώς αυτός είχε αγαπήσει μια κοπέλα. Και τόσο ωραία το ‘λεγε, που εμείς κλαίγαμε, κι όλο κλαίγαμε» θυμούνται από τα παιδικάτα τους η κα Κυριακή και η κα Βαρβάρα. Περήφανες για την μικρασιάτικη καταγωγή και την κουλτούρα τους μας λένε για τους ανθρώπους τους: «οι δικοί μας ήτανε του ποτηριού, καλοφαγάδες. Έτσι ήτανε μαθημένοι από την πόλη, κιμπάρηδες ,όσα έρθουν και όσα πάνε. Και οι μανάδες μας χρυσοχέρες και νοικοκυρές. Όλοι είχανε να το λένε για την πάστρα τους. Στα σπίτια τους ντρεπόσουν να πατήσεις, μέχρι και το πάτωμα ασβέστωναν». Με αρώματα και αναμνήσεις από μία άλλη εποχή γίναμε και εμείς κομμάτι μιας σμυρνέικης βεγγέρας που φτάνει στο τέλος της.
Αληθινός «Παράδεισος»
Οι νότες της «Μαντουβάλας» ξεχύνονται από το σιδεράδικο του Βαγγέλη Τσαλίδη στην πλατεία. Χαμογελαστός και γλυκομίλητος, ξεκλειδώνει κομμάτια από τις αναμνήσεις της ογδοντάχρονης ζωής του. Θυμάται στα νιάτα του, τους χορούς, τα γλέντια, τις πρώτες αγάπες και τον «Παράδεισο» δίπλα στο ποτάμι. «Εκεί μαζευόμαστε, ως το πρωί πίναμε και χορεύαμε. Το ’χε ένας φίλος. Αληθινός παράδεισος ήταν. Γύρω-γύρω δέντρα και πράσινο. Κόβαμε φρούτα και τρώγαμε μαζί με τις κοπέλες. Έρχονταν και από τη Θεσσαλονίκη τα καλοκαίρια για παραθέριση. Μετά βολτάραμε… Πηγαίναμε περπατώντας ως το εκκλησάκι του Αϊ- Λιά και τον παλιό σταθμό. Και κει αγαπιόμασταν…». Στο μαγαζάκι που «έχει απ’ όλα» μας συναντά και ο Γιώργος, γιος του κυρ- Βαγγέλη και πρόεδρος του χωριού. Παρασύρεται από την κουβέντα και μας μιλά για τις δικές του παιδικές ποδηλατάδες, τότε που τα παιδιά γυρνούσαν από χωριό σε χωριό ως αργά το βράδυ, κάνανε μπάνιο στο ποτάμι και ψάρευαν με τα χέρια. Κάπως έτσι «ψαρέψαμε» και εμείς το μυστικό μακροζωίας του κυρίου Βαγγέλη: χορός, τραγούδι, ποίηση και έρωτας…
Και η ζωή τώρα…
Από το μικρασιάτικο χορό των κουταλιών στο hip-hop και τα μαθήματα μουσικοκινητικής για παιδιά οι χοροί στη Νέα Φιλαδέλφεια καλά κρατούν. Περπατώντας προς το Κελεσόγλειο Πνευματικό Κέντρο, για να συναντήσουμε τη πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου, Ζωή Βαλασάκη, διασχίζουμε την πλατεία του χωριού. Η πρώτη βρύση απ’ τον εποικισμό του ’25, παιδιά, που τρέχουν ολόγυρά μας, σκόρπια ποδήλατα, η παιδική χαρά, μαμάδες που συζητούν, «πηγαδάκια» ηλικιωμένων. Πιο ’κει περαστικοί, που κοντοστέκονται, για να ανταλλάξουν μια καλησπέρα και σ’ ένα σημείο βλέπουμε έναν… αρχαίο κλίβανο. Με δυο λόγια, μια πλατεία γεμάτη ζωή και ιστορία.
Η μουσική έχει αλλάξει. Ακούγεται σαν πάρτι! Στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου τα μικρά του χωριού κάνουν πρόβα υπό τους ήχους του hip-hοp και χορεύουν γεμάτα όρεξη και ζωντάνια. Πιο πέρα στους τοίχους, φωτογραφίες των πρώτων οικογενειών του χωριού, πλακέτες με τα ονόματα των ευεργετών του τόπου και ενθύμια από γιορτές και ανταμώματα. Ανάμεσα σε παραδοσιακές φορεσιές που «ζωντανεύουν» κάθε 27 του Ιούλη στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα, όταν σμίγει όλο το χωριό. Από το παράθυρο αντικρίζουμε τους καταπράσινους μπαχτσέδες, τις γεμάτες λουλούδια αυλές και η Ζωή μας περιγράφει τις βόλτες και τα ραντεβουδάκια των νέων στο λόφο της Παναγίας της Φιλαδελφιώτισσας, ανάμεσα στα Χίλια Δέντρα.
Έχει ήδη βραδιάσει. Χαιρετάμε τα παιδιά της πλατείας και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Αφήνοντας πίσω το χωριό της ροδιάς είμαστε γεμάτες μνήμες του τότε, γεύσεις, αρώματα και ιστορίες.
Αναρτήθηκε από :
http://reporters-dytika.blogspot.com/2011/07/blog-post.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου