Με πόσα τάχα χρώματα να κεντήσω τη μνήμη;
Έλα να σ' έχω αντάμα μου, του χρόνου ξεναγό,
βαθειά μέσα στου Πόντου τη μακραίωνη φήμη,
εσύ τάχα να μ΄οδηγείς, ή εγώ να σ' οδηγώ;
Με τι αποχρώσεις τους καημούς μου να ντύσω;
Οι θύμησες, κατάντησαν κι εκείνες, φυλακή
που εντός της κάποια όνειρα να κλείσω
και να κλειστώ αντάμα τους ισόβεια εκεί.
Ζώντας στο χθες ενός καιρού που αναζητώ ακόμα.
Που είναι κι όνειρο γλυκό μα είναι και μια πληγή.
Σ΄ εκείνο της πατρίδος μου το ευλογημένο χώμα,
σ' εκείνη την πανάρχαια των Κομνηνών τη γη.
Με ποια ονείρου νήματα να σε κεντήσω, πες μου,
μνήμη που απόμεινες να ζεις, ποθώντας τα παλιά.
Γέρασες πια, μα σ' ενα χθες, κεντάς τις σιωπές μου,
θύμησες που πετάξανε και φύγαν, σαν πουλιά.
Γέρασες μνήμη, δέσμια ποιου πόθου, ποιας λαχτάρας;
Μα αντάμα σου, γερνώ κι εγώ σ΄εκείνους τους καιρούς,
και κλαίω χιλιάδες αδελφούς, θύματα ποιας κατάρας
που υπόφεραν τα πάνδεινα, σε χρόνους ζοφερούς.
Μέσα στου χρόνου τη σιωπή ποιο ανάθεμα να ψάξω;
Σε χίλιους δυο υπεύθυνους, να βρω ποιες ενοχές;
Κι όποιο μου δάκρυ, απόσταγμα δροσιάς να το σταλάξω,
σε ποιον βωμό, μνημόσυνο για αμέτρητες ψυχές.
Ψυχές αθώες. Θύματα για ποιους άνομους στόχους;
Για ποια άραγε συμφέροντα; Για ποιον αυτοσκοπό;
Με θύτες ανενόχλητους, πόσους και πόσους ενόχους;
Γι αυτούς που αναίτια χάθηκαν, μπορώ να σιωπώ;
Έλα να σ' έχω αντάμα μου, του χρόνου ξεναγό,
βαθειά μέσα στου Πόντου τη μακραίωνη φήμη,
εσύ τάχα να μ΄οδηγείς, ή εγώ να σ' οδηγώ;
Με τι αποχρώσεις τους καημούς μου να ντύσω;
Οι θύμησες, κατάντησαν κι εκείνες, φυλακή
που εντός της κάποια όνειρα να κλείσω
και να κλειστώ αντάμα τους ισόβεια εκεί.
Ζώντας στο χθες ενός καιρού που αναζητώ ακόμα.
Που είναι κι όνειρο γλυκό μα είναι και μια πληγή.
Σ΄ εκείνο της πατρίδος μου το ευλογημένο χώμα,
σ' εκείνη την πανάρχαια των Κομνηνών τη γη.
Με ποια ονείρου νήματα να σε κεντήσω, πες μου,
μνήμη που απόμεινες να ζεις, ποθώντας τα παλιά.
Γέρασες πια, μα σ' ενα χθες, κεντάς τις σιωπές μου,
θύμησες που πετάξανε και φύγαν, σαν πουλιά.
Γέρασες μνήμη, δέσμια ποιου πόθου, ποιας λαχτάρας;
Μα αντάμα σου, γερνώ κι εγώ σ΄εκείνους τους καιρούς,
και κλαίω χιλιάδες αδελφούς, θύματα ποιας κατάρας
που υπόφεραν τα πάνδεινα, σε χρόνους ζοφερούς.
Μέσα στου χρόνου τη σιωπή ποιο ανάθεμα να ψάξω;
Σε χίλιους δυο υπεύθυνους, να βρω ποιες ενοχές;
Κι όποιο μου δάκρυ, απόσταγμα δροσιάς να το σταλάξω,
σε ποιον βωμό, μνημόσυνο για αμέτρητες ψυχές.
Ψυχές αθώες. Θύματα για ποιους άνομους στόχους;
Για ποια άραγε συμφέροντα; Για ποιον αυτοσκοπό;
Με θύτες ανενόχλητους, πόσους και πόσους ενόχους;
Γι αυτούς που αναίτια χάθηκαν, μπορώ να σιωπώ;
Ο Νεόφυτος Ιορδανίδης γεννήθηκε το 1944 στο Ωραιόκαστρο, όπου και
διαμένει. Ασχολείται χρόνια με την ποίηση και τη λογοτεχνία. Έργα του
έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν μεταφρασθεί στα
Γαλλικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου