Ταξιδεύοντας στις μνήμες του Ωραιοκάστρου, δεν έβλεπα
μόνο τις ρυτίδες εκείνου του γέροντα που τα χρόνια τόσο πολύ τις είχαν βαθύνει,
αυλάκια θαρρείς, σε χωραφίσια γη. Άλλωστε εκείνος ο γαλήνιος άνθρωπος ήταν πια
ενενηντάρης. Στις βαθειές του ρυτίδες
λοιπόν, δεν διάβασα μόνο την ηλικία του που αντιμαχόταν το χρόνο.
Σ’ εκείνες
εκεί τις ρυτίδες-ποταμούς του προσώπου του, τα χρόνια μιας ολάκερης ζωής
αφουγκραζόμουν, ποταμόνερα λες, να κυλούν. Μιας ζωής που ο χρόνος την ξεφύλλισε
πάνω του και πάνω σ’ όλους τους άλλους κατοίκους του Ωραιοκάστρου, στιγμή τη στιγμή, ώρα την
ώρα, μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο.
Μιας ζωής,
ζωντανής μαρτυρίας της δημιουργίας αυτού του όμορφου τόπου και της πορείας του,
από το μακρινό χθες των αναμνήσεων, στο σύντομο σήμερα της πραγματικότητας και στο άδηλο αύριο
της προσμονής.
Τις ρυτίδες
εκείνου του γέροντα (και όχι μόνο) βλέποντας, σκίρτησε η καρδιά μου,
συγκινήθηκε η ψυχή και η μνήμη μου, νοσταλγίας λαχτάρα γεμάτη, έτρεξε πίσω στα
περασμένα. Σ’ εκείνον τον καιρό που οι πόντιοι πρόγονοί μας, κουβαλώντας
μνήμες, θύμησες και πληγές, ξεριζωμένοι από τα πατρογονικά τους εδάφη, έφτασαν
στην Ελλάδα και ρίζωσαν σάμπως δέντρα κι αυτοί,στον
νέο τους τόπο κι άρχισαν εδώ, τη νέα τους ζωή, στήνοντας νέα νοικοκυριά.