Πραγματική φωλιά λύκων ήταν η περιοχή Εδέσσης και Γιαννιτσών στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνος με την περιβόητη λίμνη της.
Ή βουλγαρική προπαγάνδα είχε εγκαταστήσει εκεί πάνω από τριάντα βουλγαροδασκάλους, ένώ οί άρχικομιτατζήδες Πετκώφ, Άποστόλ, Λούκα, Καρατάσωφ, Μαρίνωφ, Σαντάνσκυ, Τάνε, Νικολώφ, Κασάπτσε, Γεώρκε και άλλοι πολλοί τρομοκρατούσαν τους Έλληνες.
Κι ήταν τόση η θρασύτητά τους, που βασάνιζαν και δολοφονούσαν για τις πιό άσήμαντες αφορμές:
Γιατί οι χωρικοί επέμεναν να φορούν ρούχα που πρόδιδαν την ελληνικότητα τους, γιατί οί γυναίκες κεντούσαν στις φορεσιές ελληνικά μοτίβα, γιατί αρνούνταν να βγάλουν τους περήφανους κεφαλόδεσμους, που θύμιζαν αρχαιοελληνική περικεφαλαία, γιατί...γιατί...γιατί....
Οί έδεσσαΐοι αντιδρώντας ίδρυσαν αμυντικό «Μακεδονικό Κέντρο» με επικεφαλής τον γιατρό Δ. Ρίζου, τον καθηγητή ’Α. Φράγκου, τον Ί. Χατζηνίκου, τον έργοστασιάρχη Λ. Χατζηδημούλα και τον παπα-Ίωάννη Σιβένα, του οποίου το σπίτι ήταν το αρχηγείο.
Γύρω τους συσπειρώθηκαν έπειτα δεκάδες πατριώτες, αλλά και γυναίκες, που γίνονταν το μάτι και το αυτί του αγώνος, ο ζωντανός του τηλέγραφος, καθώς επισκέπτονταν τάχα για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα τον παπα-Σιβένα, του έφερναν πολύτιμες πληροφορίες η λάβαιναν οδηγίες, έκαναν τον σύνδεσμο και μεταφορέα οπλισμού και γίνονταν νοσοκόμες η μυροφόρες των παλληκαριών.
Η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών Εδέσσης που ιδρύθηκε το 1905, φαινομενικά σαν φιλανθρωπικό κι επαγγελματικό σωματείο,
με έμπνευση του Γυμνασιάρχη Γεωργίου Στουγιαννάκη
και μέλη του πρώτου Δ.Σ. τίς Αικατερίνη Ί. Παπασιβένα,
Ελένη Δ. Ρίζου,
Μαριγούδα ’Α. Φράγκου,
Μαρία Ί. Χατζηνίκου,
Εύδοξία Γ. Γιαννάκη,
Άννα Τσίτση,
Ελένη Βλάχου,
Λίλη Βλάχου, που λίγο άργότερα δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη,
Θεοδώρα Τσαρβένα,
Αικατερίνη Μ. Θεοδώρου και
Ελένη Ί. Γιούσμη,
υπήρξε κυματοθραύστης του πανσλαβισμού στήν περιοχή.
Άπό τα πρώτα καλά της έργα ήταν η ίδρυση φιλαρμονικής για την τόνωση με κατάλληλους παιάνες του εθνικού φρονήματος, την άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου και προ παντός την ένίσχυση του ταμείου του Μ.Α. με τίς εισπράξεις των μουσικών εκδηλώσεων.
Άλλά κι αμέτρητες άλλες γυναίκες έπιτέλεσαν τότε μεγάλο έθνικό έργο.
Η Μαρία Τζόλα, το γένος Νικολάου Μπόιτση από τη Μαργαρίτα Εδέσσης, σεμνή και ενάρετη σύζυγος του Λαζάρου Τζόλα από την Κέλλη Φλωρίνης, μυήθηκε με τον άντρα της στον άγώνα από τον καπετάν Μπούα κι άνέλαβε την τροφοδοσία των ανταρτών Βερμίου-Καϊμακτσαλάν, καθώς και την περισυλλογή πληροφοριών.
Γνωστή σαν Μπάμπα-Μούσια, περιτρέχοντας τίς περιοχές Καρυδιάς, Νησίου, Λυκοχωρίου, Κερασιάς, Μεσημεριού και Φλαμουριάς δημιούργησε ισχυρό άντιβουλγαρικό ρεΰμα, ενώ στο σπίτι της, που ήταν κέντρο άνεφοδιασμου, ευρισκαν στοργή και φροντίδα οι διερχόμενοι Μακεδονομάχοι.
Ακούραστοι βοηθοί της ήταν πάντα οι δυό της θυγατέρες Ελισάβετ και Σοφία (Βαλταδώρου), στίς όποιες είχε έμπνεύσει πνεύμα θυσίας και προσφοράς.
Κι όταν στίς 7 Ιουνίου του 1907 οι Κομιτατζήδες Ζλατάν και Κασάπτσεφ
κρέμασαν τους έθνομάρτυρες "Αγρα και Μίγγα
σε έρημική τοποθεσία μεταξύ ’Άγρα και Καρυδιάς, μόνο αύτή τόλμησε να τους ενταφιάσει.
Μέ τη συμπαράσταση τής Μαρίας Μπακίρτση και τής Μαρίας Πάσχου, ϊδιες μυροφόρες των καιρών τους, με σπαραγμό κατέβασαν τα αιωρούμενα σώματα, τα έναπέθεσαν σε κάρο και τα μετέφεραν στο Βλάντοβο, για να τα κηδέψουν όπως τους άρμοζε στον περίβολο τής εκκλησίας του "Αι-Δημήτρη.
Ό ποιητής Δ. Άμανατίδης τίς άφιέρωσε το παρακάτω ποίημα:
Στις Μαρίες Τζόλα, Μπακίρτση, Πάσχου
Λεία στα όρνια τ’ άγια των άγιων
και ποιός να ρθεϊ μπορεϊ νάν τους κηδέψει;
Κι οι τρεις Μαρίες κίνησαν, οι Μυροφόρες.
Μύρον άτίμητο στα χέρια δέν κρατουν,
μύρον άτίμητο βαθιά τους φέρουν άσωτο
— την πάγκαλη έλληνική ψυχή τους.
Στ’ 'Άι-Δημήτρη την αυλή τα δυό κορμιά άναπαύονται
κι η μνήμη τους μες στής ψυχής το μυρογυάλι
Τόν Μάρτιο του 1907 οι Τούρκοι περικύκλωσαν το πανδοχείο της και συνέλαβαν τον προδομένο άπ’ τους Βουλγάρους καπετάν Λεωνίδα, που όμως πρόλαβε και τής παρέδωκε το περίστροφό του.
Την άλλη μέρα πήγε να τον ξεπροβοδήσει στο σταθμό φέρνοντας του τυρί και φρέσκο ψωμί, μέσα στο όποιο είχε κρυμμένο το περίστροφο, με το όποιο στίς φυλακές Βεροίας ο Λεωνίδας σκότωσε τον δεσμοφύλακα και δραπέτευσε.
Την ϊδια έποχή η Εύαγγελία φυγάδευσε έναν αντάρτη μεταμφιέζοντάς τον σε γυναίκα και μ’ έναν
συνοδό τους ξεπροθόδησε άπ’ την πόλη σαν αντρόγυνο ταξειδιωτών.
Μετά τη δολοφονία του Αγρα οι Βούλγαροι με σημειώματα και άπειλές την έξεβίαζαν να προσχωρήσει στήν Εξαρχία.
Ό άντρας της τρομοκρατημένος τής πρότεινε νά καλέσουν για άγιασμό Βούλγαρο παπά, μά θαρραλέα του άπήντησε:
«Θά διώξω και τον παπά και σένα αν τον φέρεις».
Οι απειλές των Βουλγάρων:
«Θά σου τεντώσουμε τα άντερα από πάσσαλο σε πάσσαλο»
δεν την πτοούσαν.
Μία νύχτα πήρε τ’ αύτί της κάτω από το παραθύρι της συνωμοτικά σιγανομουρμουρίσματα δυό Βουλγάρων, που σχέδιαζαν να σκοτώσουν τον Χριστόδουλο Τουδίτσκα.
Αμέσως άρπαξε το μωρό και τσιμπώντας το να κλαίει, παραμέρισε βιαστικά τους συνωμότες, δήθεν για να το πάει στή γιάτρισσα, κι ειποίησε τον μελλοθάνατο να εξαφανιστεί.
Τό 1912 πρωτοστάτησε στήν ύποδοχή και την περιποίηση των ελευθερωτών κάνοντας άριστη εντύπωση στον Διάδοχο Κωνσταντίνο με τα θαυμάσια έλληνικά της. Πέθανε στίς 9 Μαρτίου του 1951.
Η Έλισάβετ Ράικου, το γένος Θ. Μπαντή, γεννημένη στήν Έδεσσα το 1870, παντρεύτηκε τον Γρηγόριο Ράικο, από τους πρωτουργούς του αγώνα,και όντας δυναμική, οργανωτική και πανέξυπνη, αν και αγράμματη, μετά τον θάνατό του άνέλαθε τη θέση του σαν σύνδεσμος του τοπικού κέντρου άμύνης.
Μάταια οι Βούλγαροι προσπαθούσαν νά τήν κάνουν έξαρχική.
Αύτή έμενε πιστή ορθόδοξη κι ακούραστα έργαζόταν για τα ιδανικά της.
Κάποτε στη Γκολίσιανη ο Βάνης Γκολιτσιάν άντιλήφθηκε ότι συγκέντρωνε ρουχισμό και τρόφιμα για τους Μακεδονομάχους και απείλησε να τη σκοτώσει.
Μά και άλλες φορές ήρθε άντιμέτωπη με τον θάνατο, χωρίς ποτέ να δειλιάσει.
Απεναντίας ένθάρρυνε κάθε άποθαρρυμένο, όπως τότε που έφτασαν στήν Έδεσσα στελέχη των γύρω χωριών ζητώντας προστασία από τον πολιτικό υπεύθυνο Ιωάννη Χατζηνίκο.
Εξουσιοδοτημένη από κείνον τους μίλησε, αναπτέρωσε το ηθικό τους και τους τόνωσε.
Μετά την απελευθέρωση του 1912 ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α' την τίμησε με παράσημο ανδρείας.
Πέθανε στα 90 χρόνια, κοντά στην κόρη της Μαρία, χωρίς να δεχτεί αντάλλαγμα ούτε καν μια τιμητική θέση σε γηροκομικό σταθμό, που προσφέρθηκε να τής δώσει η Βασίλισσα Φρειδερίκη.
Η Αικατερίνη Καραδάκη, γεννημένη στους Σαρακηνούς το 1848 σύζυγος και μητέρα Μακεδονομάχων, μετέφερε τρόφιμα και ειδήσεις, φιλοξενούσε και νοσήλευε αντάρτες και σαν κινδύνευαν να συλληφθούν τους ξεπροβοδούσε μεταμφιέζοντας τους σε χωλούς και επαίτες. Διαρκώς βρίσκονταν σε κίνηση και με το πρόσχημα ότι προμηθεύονταν ζωοτροφές, σε σάκους κριθαριού και δέματα σανού διακινούσε όπλα, που παρελάμβανε από τους Προμάχους.
Οι οπλαρχηγοί υπολόγιζαν στή βοήθειά της και την τιμούσαν.
Απόδειξη το δ,τι, όταν ο Μαζαράκης - Αινιάν γύρισε το ΄12 στή Μακεδονία σαν έλευθερωτής, την έπισκέφτηκε, τής άσπάστηκε το χέρι, τής πρόσφερε τρεις χρυσές λίρες και ύπέδειξε σαν πρόεδρο του χωριού τον γυιό της Δημήτριο.
Η Ελένη Ίγγιλιτζή, γεννημένη στήν Έδεσσα το 1875, κόρη του Ά. Πετσίβα, παντρεύτηκε τον Ιωάννη Τγγιλιτζή άπ’ τα Γιαννιτσά, έκαναν το σπίτι τους οπλοστάσιο κι αποθήκη τροφίμων κι ενώ εκείνος βγήκε αντάρτης αύτή άνέλαβε την μεταφορά οπλισμού.
Όταν τον Ιανουάριο του 1908 διανυκτέρευε σπίτι τους ο τραυματισμένος Μακεδονομάχος Βασίλειος Στόικος από την Στρώμνιτσα, οι Βούλγαροι τον πρόδωσαν στούς Τούρκους, μά η Ελένη τον έσωσε φυγαδεύοντάς τον ντυμένον ιερέα.
Επίσης άξίζει να πούμε, πώς οργάνωσε τίς γυναίκες και με νυχτέρια κεντούσαν
στα πηλίκια των άνταρτών τα έθνόσημα ΕΜ (=Έλλάς-Μακεδονία).
Η Καλλιόπη Παπατζανετέα, σύζυγος του πράκτορα του αγώνα και ύπευθύνου του ορφανοτροφείου άγοριών Εδέσσης, Παναγιώτη Παπατζανετέα, προσέφερε πολύτιμες ύπηρεσίες και τον παραστάθηκε στο έργο του άψηφώντας κάθε κίνδυνο.
Η Όλυμπία X. Καλλιγκάτση στο πλευρό του Μακεδονομάχου συζύγου της εργάστηκε τόσο έντονα, ώστε προκάλεσε το άσπονδο μίσος των Βουλγάρων, που δυό φορές έπιχείρησαν να τη δολοφονήσουν.
Ή παλληκαριά και το θάρρος της ομως τη γλίτωσαν, για ν’ άξιωθεΐ να χαρει και τη λευτεριά.
Ή πατρίδα τιμώντας την, τής άπένειμε δίπλωμα και μετάλλιο Μακεδονικού ’Αγώνος.
Αλλά από την περιοχή Εδέσσης ποιές ήρωίδες να πρωτοθυμηθεΐ κανείς;
Την Αικατερίνη Ί. Κάμτση,
τη Μαρία Γρ. Σιώνη,
τη Σοφία Μιχαήλ Βαλταδώρου, κόρη τής θρυλικής Μπάμπα-Μούσια,
που ήταν όλες μαζί το δεξί χέρι του παπα-Σιβένα
η
τίς αδελφές του ελέους Ελπίδα X. Νάντση,
Αικατερίνη Άλυμπάκη, το γένος Μπάκα
και Ελένη Νάντση ,τό γένος Κάρτα, που μετά τη μάχη τής 18ης Σεπτεμβρίου του 1908 στο Βλάντοβο με κίνδυνο τής ζωής τους νοσήλευσαν πάνω από είκοσι μέρες τους πληγωμένους Μακεδονομάχους, άνάμεσα στούς οποίους ήταν κι ο Σπυρομήλιος;
Νά θυμηθεί την προσφορά τής αδελφής του Μακεδονομάχου Εύαγγέλου,
Γκάπα Όλυμπίας, που είχε μετατρέψει το σπίτι της σε σωστό νοσοκομείο, όπου οι αντάρτες ευρισκαν στοργή και αγάπη;
Ποιές να πρωτοθυμηθεΐ;
Άτέρμονη ήταν στ’ άλήθεια η άλυσίδα των αόπλων μαχητών στα μέρη έκεινα.
Στό Τσερνίσοβο, σημερινό Γαρέφη, η Σοφία Κων. Παντελή, ευφυής και ψύχραιμη γυναίκα, μετέφερε τρόφιμα και οπλισμό στα κρησφύγετα των πολεμιστών με την πρόφαση οτι φτάνει ώς εκεί για να βοσκήσει τα ζωντανά της.
Οι συγχωριανές της Πετρούλα Παπαχρήστου και Σοφία Μιλτιάδου με τη θυγατέρα της Μαρία και τη νύφη της Κυριακή, ζύμωναν ψωμί, έρραβαν ρούχα κι έπλεκαν κάλτσες και έσώρουχα, που οι ϊδιες μυστικά μετέφεραν στα παλληκάρια.
Στό Μπάχοβο, άκρόπολη του Ελληνισμού, όλοι οι κάτοικοι άνδρες και γυναίκες προσέφεραν μεγάλες ύπηρεσίες στον άγώνα,γιαυτό και το χωριό τους μετονομάστηκε σε Προμάχους.
Στή Λούμνιτσα, σημερινό Σκρά, η Πρωινή και η νύφη της ’Αννέτα Στεφ. Παπαστεφάνου φιλοξενούσαν Μακεδονομάχους και μετέφεραν οπλισμό.
Γι’ αύτό οί Βούλγαροι, αφού στίς 4 Σεπτεμβρίου 1905 δολοφόνησαν τον σύζυγο τής Άννέτας, κατάφεραν και στο κεφάλι τής ϊδιας δυνατό χτύπημα μ’ έναν πάσσαλο που την άφησε ίσοβίως ανάπηρη.
Στό χωριό Όρμα Άλμωπίας σύσσωμες οί γυναίκες έπλεκαν, έρραβαν ρούχα για τους άντάρτες, τους τροφοδοτούσαν ψωμί κι οπλισμό η έκαναν τον σύνδεσμο κι αγγελιοφόρο.
Ιδιαίτερα συγκινητική ύπήρξε η προσφορά
τής Κώσταινας Σερπαντζή,
τής Κατίνας Π. Πατρίδη,
τής Χρηστίνας Μάρκου καθώς και
τής συζύγου του δασκάλου Ιωάννη Άβραμίδη, η οποία κινδύνεψε να καεί το 1908, οταν οί Βούλγαροι πυρπόλησαν το σπίτι της.
Στήν Όσλιανη, σημερινή Αγία Φωτεινή, οί γυναίκες έπετέλεσαν επίσης σπουδαίο έργο.Μέ την καθοδήγηση τής Αναστασίας Σαμαρά, συζύγου του δασκάλου και Μακεδονομάχου Φιλίππου Σαμαρά, είχαν σχηματίσει ομάδες μέκατανεμημένες εργασίες κι είχαν άναλάβει την τροφοδοσία των σωμάτων Γαρέφη και Άμύντα,
Καπετάν Γαρέφης |
Τόν Λούκα και Καρατάσωφ έξόντωσε τελικά ο Γαρέφης, μά τραυματίστηκε θανάσιμα κι ο ίδιος.
Η οικογένεια του Σαρακατσάνου Γ.Γιαννακούλα μπροστά στην καλύβα της όπου περιέθαλψε τον Γαρέφη. Σε αυτή την καλύβα ο Μακεδονομάχος μας, άφησε την τελυταία του πνοή... |
Καμμιά φορά η μοίρα έπεφύλασσε συγκλονιστικές συγκινήσεις στίς γυναίκες που περιέθαλπταν παλληκάρια, οπως στή γριούλα Αννα Δημήτρη Χότζα από το Βλάντοβο, που τρία χρόνια θρηνούσε το χαμένο της γυιό Θανάση, ο όποιος είχε φύγει το 1904 να φοιτήσει στο ναυτικό γυμνάσιο Πόρου κι από τότε έχασε τα ϊχνη του. Γιαυτό άπαρηγόρητη άγκάλιαζε με μητρική άγάπη τους πληγωμένους άντάρτες σαν ψυχικό.
Κάποιο βράδυ τού Μαρτίου τού 1908 ο Θόδωρος Κάρτας τής εμπιστεύτηκε έναν βαρύτατα τραυματισμένο, που αδιάκοπα βογγούσε.
Ετοίμασε ζεστό νερό, κρασί και λάδι και όταν τράβηξε τις κουβέρτες να του πλύνει τίς πληγές, η καρδιά της πήγε να σπάσει, καθώς στο μισοσκόταδο αναγνώρισε το χαμένο της γυιό, που σε λίγο καιρό με τις φροντίδες της έγινε πάλι καλά.
Πηγή http://yaunatakabara.blogspot.com/2013/02/blog-post_26.html