Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Α-Ω Τα ήθη και έθιμα Χριστουγέννων που έχουμε ξεχάσει

Τα Χριστούγεννα είναι μία από τις μεγαλύτερες γιορτές του χριστιανικού κόσμου. Σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία, στην οποία ανήκουν οι περισσότεροι έλληνες, είναι η δεύτερη σημαντικότερη γιορτή μετά το Πάσχα. Πριν από τα Χριστούγεννα, από του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου), αρχίζει η νηστεία της Σαρακοστής και η ψυχική προπαρασκευή για τη μεγάλη εορτή της γέννησης του Χριστού. Έτσι όλες οι οικογένειες το βράδυ του Αγίου Φιλίππου θ’ αποκρέψουν και θα ευχηθούν: «Καλή σαρακοστή να περάσουμε».
Πριν τα Χριστούγεννα οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια τους και έφτιαχναν τα γλυκά (κουραμπιέδες, μπακλαβά κ.ά.). Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, έφτιαχναν τις «κλούρες». Την πρώτη «κλούρα» την έφτιαχναν για το Χριστό και την έβαζαν στο καντήλι του σπιτιού. 
 
ΤΑ ΚΟΛΙΑΝΤΑ
Λίγες μέρες αφού έμπαινε ο Δεκέμβρης, τα αγόρια του χωριού ανέβαιναν σε υψώματα και όλα μαζί φώναζαν δυνατά πολλές φορές «κόλιαντα», για να ακουστούν σε όλο το χωριό. Αυτό συνεχιζόταν κάθε μέρα, μέχρι την 23η Δεκεμβρίου. Ήταν μια προειδοποίηση πως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Μετά τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, τα παιδιά κατά ομάδες, (και ήταν πολλά τότε), αφού χτυπούσαν πρώτα την καμπάνα της εκκλησίας, ξεκινούσαν για να πουν τα «κόλιαντα» στα σπίτια του χωριού. Στον ώμο τους είχα κρεμασμένο τον «τρουβά» για να βάλουν μέσα τις «κλούρες» (μικρά στρογγυλά ψωμάκια), τα κάστανα, τα καρύδια και τα αμύγδαλα που θα τους πρόσφεραν οι νοικοκυρές. Στα χέρια τους κρατούσαν τις «τζιουμπανίκες», (γερά ξύλα που κατέληγαν σε στρογγυλό σκληρό εξόγκωμα). Σε όλα τα σπίτια τραγουδούσαν το:

Κόλιαντα μπάμπω μ’ κόλιαντα, κι εμένα μπάμπω μ’ κλούρα
Κι εμένα την τρανύτερη και τώρα και του χρόνου
Κι αν δε μας δώσεις κόλιαντα δώσ’ μας ένα σιουτζιούκι
Να’ ναι τρανό, να’ ναι χοντρό, να’ ναι ζαχαρωμένο
Κι αν δεν έχεις κι σιουτζιούκι, δώσ’ μου τη θυγατέρα σ’
Να τη φιλώ, να την τσιμπώ να μι ζισταίν’ τα βράδια.


Σε μερικά σπίτια τους ζητούσαν να «σιουμπήσουν» (ανακατέψουν) τη φωτιά. Έμπαινε τότε μέσα ένα παιδί και με την «τσιουμπανίκα» του «σιουμπούσε» τη φωτιά λέγοντας: «Φέρνω αρνιά, φέρνω κατσίκια, φέρνω κι έναν γαμπρό» (ή ανάλογα με την περίσταση, ότι επιθυμούσαν οι νοικοκύρηδες του σπιτιού).
Αφού τα παιδιά λέγανε τα «κόλιαντα» και «σιουμπούσαν» τη φωτιά, τους δίνανε τις «κλούρες». Αν κάποιος ήθελε να δώσει κάστανα, καρύδια ή αμύγδαλα, έλεγε στα παιδιά να «β’λιάξουν». Τότε τα παιδιά έπεφταν στα γόνατα και βέλαζαν ενώ η νοικοκυρά τους έριχνε τα αμύγδαλα, καρύδια ή κάστανα. Αυτό γινόταν γιατί πίστευαν πως έτσι τα πρόβατα και τα γίδια τους θα γεννούσαν περισσότερα αρνιά και κατσίκια.


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ

Στον τόπο μας την εποχή αυτή, αν δεν έχομε χιόνια πολλά, θα ‘χουμε κρύα τσουχτερά, δυνατά κρύα. Έτσι, κάθε χρόνο γιορτάζουμε την πρωτοχρονιά.

Οι γυναίκες συγυρίζανε το σπίτι και κάνανε το κάθε τι να λάμπει. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με ανασηκωμένα τα μανίκια, με τα μαλλιά της κεφαλής δεμένα με μαντήλι για να μην τα τρώει η σκόνη, πλάθουνε και χτυπούνε το ζυμάρι, το πασπαλίζουν με αλεύρι και μυρωδιές και κάνουνε τη "βασιλόπιτα". «Ανοίγουνε φύλλο» και με έξη τέτοια φύλλα, χωρίς να προσθέσουν τίποτα άλλο έφτιαχναν τη βασιλόπιτα.Την Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το μεσημέρι, την ψήνανε στο φούρνο. Το μεσημέρι μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι και ο μεγαλύτερος την έκοβε, αφού πρώτα την έστριβε τρεις φορές και τη «σταύρωνε» με το μαχαίρι. Το πρώτο κομμάτι ήταν πάντα του Χριστού και τα άλλα από έναν για τον καθένα, ανάλογα με το που θα σταματούσε η βασιλόπιτα μετά από τις τρεις στροφές. Όποιος στο κομμάτι του έβρισκε τη «στρούγκα», θα είχε για όλο το χρόνο την ευθύνη για τα γιδοπρόβατα. Όποιος έβρισκε το «ζυγό», θα είχε την ευθύνη των μεγάλων ζώων (άλογο, γάιδαρο και βόδια). Και αντίστοιχα όποιος έβρισκε το «κοτέτσι», θα είχε την ευθύνη για τις κότες. Ενώ αυτός που θα έβρισκε το «φλουρί», θα ήτανε ο τυχερός του σπιτιού και αυτός που για όλο το χρόνο θα είχε το ταμείο της οικογένειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: