Τα ήθη και έθιμα των προγόνων μας για τα Χριστούγεννα
Το ρόδι της πρωτοχρονιάς και η γούρικη κρεμμύδα,
να αλλάξουμε την τύχη σου, στου χρόνου τη σελίδα…
Να’χεις μέσα στο σπίτι σου, πλούτη και ευτυχία,
μα προπαντός μες στην καρδιά, γαλήνη και ηρεμία!
Λόγο ημερών κρίσης του πολιτισμού και της θρησκείας μας, αποφάσισα να αναφερθώ σήμερα για άλλη μια φορά στους προγόνους μας!
Πως περιμένανε τα Χριστούγεννα οι πρόγονοί μας μια και στις μέρες μας Χριστούγεννα θεωρούμε το δώρο, την βόλτα στα μαγαζιά, και το ρεβεγιόν
Και με τις αναγκαστικές προσμίξεις των λαών σε λίγο δεν θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θυμούνται αυτές τις ιστορίες μια και ο στόχος είναι να ξεχάσουμε τα πάντα, την ιστορία μας, τα ήθη και έθιμα μας, την θρησκεία μας, το παρελθόν μας.
Είμαστε ο μόνο λαός που εντάξαμε με τόση ευκολία στο καλάθι τις παραδόσεις μας για να γίνουμε ξενομανείς με λυπεί το γεγονός, αλλά αυτή είναι η αλήθεια.
Η αφετηρία λοιπόν για τις γιορτές των Χριστουγέννων τοποθετείται στα μέσα Νοέμβρη, στις 14 Νοεμβρίου για την ακρίβεια.Είναι η μέρα του Αγίου Φιλίππου και ξεκινάμε την νηστεία των Χριστουγέννων, τα λεγόμενα ΣΑΡΑΝΤΑΡΙΑ
«Μισόφαγες, μισόσπειρες, μισό κονόμα να’χεις…»
Οι νοικοκυρές έδεναν
σε ένα μαντήλι σπόρους από σιτηρά ή οπωροκηπευτικά και τα πήγαιναν στην
εκκλησία στις 21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ (ανήμερα της Παναγίας της «Μεσοσπορίτισσας»)
να τα διαβάσει ο παπάς, ώστε όταν πέσουν στη γη, να ευοδωθεί η σπορά και
να αποκομίσει ο νοικοκύρης έστω και τα μισά κέρδη από αυτά που θα
ήθελε!
Στα Εισόδια της Παναγιάς έκαναν για σούπα τα "πλειοκούκια"
Μαγείρευαν λοιπόν μια σούπα με όλα τα γεννήματα τα διαβασμένο για να ευλογηθούν οι σπορές, που αποτελούνταν από φακές, φασόλια, ρεβίθια, κουκιά, καλαμπόκι, στάρι. Και γύρω από τη ζεστή θαλπωρή της ξυλόσομπας τρώγανε το δείπνο, και οι γεροντότεροι έλεγαν ιστορίες φανταστικές για τον έξω κόσμο, εκτός του χωριού στα παιδιά.
Την Παραμονή των Χριστουγέννων η μάνα έφτιανε το ΧΡΙΣΤΟΚΟΥΛΟΥΡΟ, με μαύρη σταφίδα, καρύδια και σουσάμι και αμύγδαλα το περίμεναν τα παιδιά με μεγάλη χαρά, για να το σταυρώσει ο γεροντότερος πάνω στο τραπέζι και μετά να το κόψει.
Το χριστόψωμο το παρασκευάζουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και
υπομονή. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο,
μέλι, σουσάμι, κανέλα, γαρίφαλα, και καθώς ζυμώνουν λένε: «Ο Χριστός
γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει».
Όταν πλάσουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια
κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη φτιάχνουν ένα σταυρό με λωρίδες και τον
τοποθετούν πάνω στο ψωμί. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι και στην
υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι,
όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλιά.
Σε άλλα χωριά συνηθίζουν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες
πλεξούδες από σκόρδα, πάνω στις οποίες καρφώνουν γαριφαλάκια για να
διώξουν την κακογλωσσιά που «καρφώνει» την ευτυχία του σπιτιού τους.Την εξώπορτα των σπιτιών κοσμεί, επίσης, ένα στεφάνι από έλατο,
διακοσμημένο με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Σύμφωνα με την παράδοση, το
στεφάνι φέρνει τύχη στους ενοίκους του σπιτιού.
Στην Ευρώπη, υπήρχε παλαιότερα η συνήθεια να μαγειρεύουν
μεγάλα πουλιά για το γιορτινό γεύμα. Προτιμούσαν τους
φασιανούς, τις χήνες και τα παγόνια. Όταν, όμως δοκίμασαν τη
γαλοπούλα, την καθιέρωσαν ως το κατεξοχήν χριστουγεννιάτικο
γεύμα, όσοι ήταν πιο πλούσιοι προτιμούσαν τους φασιανούς.
Για τα παιδιά η Παραμονή ήταν ιεροτελεστία με τα κάλαντα, να μαζέψουν τα κέρματα με τα κάλαντα.
Τα χαράματα όλοι στην Εκκλησιά να γιορτάσουν την γέννηση με το Χριστό, η μεγαλύτερη ημέρα εορτής.
Η νοικοκυρά τοποθετεί ένα καλό ρόδι στα
εικονίσματα του σπιτιού από την ημέρα του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου. Την
ημέρα της Πρωτοχρονιάς όλη η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία. Ο
νοικοκύρης του σπιτιού έχει στην τσέπη του το ρόδι για να πάρει την
ευλογία της λειτουργίας. Όταν γυρίζουν στο σπίτι, πρώτος αυτός, ανοίγει
την πόρτα και στην είσοδο πετάει με δύναμη το ρόδι για να σπάσει και
μαζί ένα σιδερένιο αντικείμενο λέγοντας: «Με υγεία, ευτυχία και χαρά το
νέο έτος και όσες ρώγες έχει το ρόδι τόσες λίρες να’ χει η τσέπη μας όλη
τη χρονιά».
Ένα γερό ρόδι που βγάζει
ζουμερές, γερές και κατακόκκινες (ρουμπινί) ρώγες, δίνει το μήνυμα πως
ακολουθούν χαρούμενες και ευλογημένες ημέρες κατά τη διάρκεια του νέου
έτους.
Το πλήθος τους σημαίνει τα χρήματα που περιμένει ο νοικοκύρης να
μπουν στο σπίτι όλη τη χρονιά…
Άλλοι κρεμούσαν στις πόρτες από έξω σκληροκρεμμύδα που συμβολίζει ότι το σπίτι που είχε την σκληροκρεμμύδα με ρίζα, θα ξεπερνούσε κάθε δυσκολία οικονομική.
Η
Πρωτοχρονιά λοιπόν, όπως αυτή διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση
της Εκκλησίας και τη σύνδεσή της με τη γιορτή του Αγίου
Βασιλείου, διαιωνίστηκε μέχρι σήμερα σαν λαϊκή γιορτή. Τα
σημαντικότερα έθιμα αυτής είναι τα ακόλουθα:
-
Η
διανομή στα παιδιά δώρων, τα οποία οι νοικοκυρές παρασκευάζουν
στα σπίτια. Αυτά κυρίως είναι γλυκίσματα, όπως κουραμπιέδες,
μελομακάρονα κ.ά.
- Συντροφιές μικρών παιδιών από την παραμονή ψάλλουν τα κάλαντα
στα σπίτια και στα μαγαζιά και μαζεύουν φιλοδωρήματα.
-
Τα
μεσάνυχτα της παραμονής, λίγα δευτερόλεπτα πριν από τις 12,
σβήνουν τα φώτα και οι οικογένειες γύρω από το πρωτοχρονιάτικο
τραπέζι ψάλλουν ύμνους, ανταλλάσσουν φιλιά και κόβουν την
πατροπαράδοτη βασιλόπιτα. Εκείνος μάλιστα που βρίσκει στο
κομμάτι του το νόμισμα, που είναι κρυμμένο μέσα σ’ αυτήν,
θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς.
-
Πολλοί καλούν έναν που να έχει «καλό ποδαρικό» το πρωί της
Πρωτοχρονιάς.
-
Επίσης δε δίνουν τίποτα έξω από το σπίτι, δε ρίχνουν νερό έξω
από αυτό και δεν αναφέρουν ονόματα επιβλαβών ζώων, εντόμων κ.λ.π.
Η βασιλόπιτα
Η
πίτα, που φτιάχνουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και που
κόβεται σε πανηγυρική συγκέντρωση των μελών της οικογένειας ή
και άλλων συγγενών και φίλων, έχει τις ρίζες της στα αρχαία
ελληνορωμαϊκά έθιμα.
Στα Κρόνια (εορτή του θεού Κ(Χ)ρόνου, που λατρεύονταν στην
Ελλάδα) και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης, έφτιαχναν
γλυκά και πίτες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα και σε όποιον
τύχαινε το κομμάτι, ήταν ο τυχερός της παρέας...
Η
ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη Βασιλόπιτα. Και η
ιστορία της έχει ως εξής. Ο Μ. Βασίλειος, για να προστατεύσει
την περιφέρειά του, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από επιδρομή
αλλοφύλων, έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά νομίσματα και άλλα
τιμαλφή, για να τα δώσει στους εχθρούς, ώστε να τους δελεάσει,
για να μην λεηλατήσουν την περιοχή του. Ο εχθρός, όμως, τελικά,
δεν κατόρθωσε να εισβάλει στην Καισάρεια και τα τιμαλφή έμειναν.
Τότε, ο Μ. Βασίλειος είπε να φτιάξουν μικρές πίττες - ψωμάκια,
μέσα στις οποίες έβαζαν και ένα χρυσό νόμισμα, ή κάτι άλλο από
όλα τα πολύτιμα πράγματα που είχαν μαζευτεί. Οι πίτες αυτές
μοιράστηκαν σε όλους και ο καθένας κράταγε ό,τι του τύχαινε.
Πάρα πολλά έτυχαν και στα παιδιά...
Ο Θείος Φώτης ο Ντέμκας (αυτός που είχε τα σουτζουκάκια ΦΩΤΗΣ στο Ωραιόκαστρο) πολλές φορές ερχόταν στα σπίτια μας και μας έριχνε φουντούκια, αμύγδαλα και καρύδια εκείνη την μέρα και έλεγε ότι ήταν για να έχουμε αφθονία στο σπίτι.
Ένα ακόμη έθιμο είναι «το ποδαρικό» κατά το οποίο νοιάζονταν οι
νοικοκυραίοι να μπει πρώτος στο σπίτι τους την Πρωτοχρονιά ένας
καλότυχος, γουρλής -παιδί συνήθως που ζούσαν και οι δυο γονείς του-, για
να πάει καλά όλη η χρονιά. Έμπαινε με το δεξί πόδι για να πάνε όλα
δεξιά, δηλαδή ευνοϊκά. Αντίθετα απέφευγαν έναν γρουσούζη, (γ)καντέμη,
(τουρκ. Kademstz), κατσικοπόδαρο. Η νοικοκυρά τον κερνούσε γλυκό του
κουταλιού, συνήθως κυδώνι, καρύδια καθαρισμένα και του έδινε ένα νόμισμα
μικρό ή μεγάλο σε αξία ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της
οικογένειας. Το νόμισμα το τύλιγε σε μπαμπάκι και το τοποθετούσε μέσα
στο δεξί παπούτσι του…»
Σε
όλα τα σπίτια, παραμονές Χριστουγέννων θα έπλαθαν και θα έψηναν
τις τηγανίτες, ή λαλαγγίτες. Στο σοφρά ή σε κάποιο
τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν
το έτοιμο ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι, τις τηγανίδες, και το
δίπλωναν τεχνικά στα τέσσερα. Μετά το έριχναν στη μεγάλη τηγάνα
που ήταν γεμάτη καυτό λάδι πάνω στη φωτιά, για να ψηθεί. Η πρώτη λαλαγγίτα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του
Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π.
Τις ψημένες τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια
ταψιά) και σε λεκάνες. Όταν στράγγιζαν καλά τις έβαζαν σε
κοφίνια και τις κρεμούσαν ψηλά. Η ποσότητα του ζυμαριού που θα
γινόταν τηγανίτες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον
πληθυσμό της φαμελιάς. Η φωτιά για τις έπρεπε να είναι
δυνατή και να έχει διάρκεια.
«Αρνιά, κατσίκια, νύφες και
γαμπρούς!»
Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε
νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά
του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του
φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που
δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.
Το
τάισμα της βρύσης
Στην Κεντρική Ελλάδα οι κοπέλες, τα μεσάνυχτα ή προς τα χαράματα
των Χριστουγέννων (αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς),
πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση "για να κλέψουν το άκραντο
νερό". Το λένε άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ'
όλη τη διαδρομή. Όταν φτάνουν εκεί, την "ταϊζουν", με διάφορες
λιχουδιές: βούτυρο, ψωμί, τυρί, σιτάρι ή κλαδί ελιάς και λένε:
"Όπως τρέχει το νερό σ' βρυσούλα μ', έτσ' να τρέχ' και το βιο
μ'".
Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια,
"κλέβουν νερό" και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες, μέχρι
να πιουν όλοι από τ' άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και
τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα
τρία χαλίκια.
Η γιορτές τελειώνανε με τα φώτα, όπου ο παπάς περνά και αγιάζει κάθε σπίτι με Αγιασμό των Θεοφανείων για να φύγουν τα καλικατζαράκια.
+Δεν είναι μόνον αυτά, είναι και άλλα πολλά σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδος που περιμένω να μου στείλετε για να περιγράψουμε και να μείνουν στους νεώτερους
Γράφει η Σοφία Κυριακίδου